- πύλη
- η1) ворота; дверь; 2) πλ. вход, проход; οι θαλάσσιες πύλες морские ворота; § Υψηλή Πύλη ист. Высокая Порта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πύλη — one wing of a pair of double gates fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλῃ — πύλη one wing of a pair of double gates fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… … Dictionary of Greek
Πύλη — Sp Pilė Ap Πύλη/Pyli L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Πύλη, Υψηλή — (τουρκ. Μπαμπ Άαλι). Έτσι λεγόταν αρχικά η πύλη της σουλτανικής σκηνής στους καταυλισμούς των στρατοπέδων, όπου ο μέγας βεζύρης (πρωθυπουργός του σουλτάνου) δεχόταν τους ξένους πρεσβευτές. Αργότερα ονομάστηκε έτσι το ιδιαίτερο θολωτό δωμάτιο… … Dictionary of Greek
πύλη — η 1. μεγάλη είσοδος, θύρα. 2. στον πληθ., πύλες διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή σε βουνό και θάλασσα. 3. είσοδος σε μέρος του ναού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πύλη — Πύλης masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύλῃ — Πύλης masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδριανού, Πύλη — Θριαμβευτική αψίδα που έστησαν οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον αυτοκράτορα Αδριανό, κοντά στον ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείο). Η πύλη, που σώζεται έως σήμερα, χώριζε άλλοτε την παλαιά πόλη του Θησέα από τη νέα, την Αδριανούπολη, που την… … Dictionary of Greek
Υψηλή Πύλη — Η έδρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρχικά ονομαζόταν έτσι η πύλη της σουλτανικής σκηνής και μετά το ιδιαίτερο θολωτό δωμάτιο κοντά στην πύλη της δεύτερης αυλής του σαραγιού, όπου ο μέγας βεζύρης δεχόταν τους ξένους πρεσβευτές και δίκαζε… … Dictionary of Greek
Αιόλου πύλη — Βλ. λ. αιολόσφαιρα … Dictionary of Greek